- νεόδμητος
- ος, ο[ν] недавно построенный, новый;
νεόδμητο κτίριο ( — или σπίτι) — новостройка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νεόδμητο κτίριο ( — или σπίτι) — новостройка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νεόδμητος — (I) η, ο (Α νεόδμητος και δωρ. τ. νεόδματος, ον) αυτός που οικοδομήθηκε πρόσφατα, νεόκτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δμητος (< θ. δμη / δμᾱ τού δέμω «χτίζω, οικοδομώ»), πρβλ. θεό δμητος, χρυσεό δμητος]. (II) νεόδμητος, ον (Α) 1. (για άλογα)… … Dictionary of Greek
νεοδμῆτος — νεοδμής newly tamed masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόδμητον — νεόδμητος 1 newly tamed masc/fem acc sg νεόδμητος 1 newly tamed neut nom/voc/acc sg νεόδμητος 2 new built masc/fem acc sg νεόδμητος 2 new built neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοδμήτοιο — νεόδμητος 1 newly tamed masc/fem/neut gen sg (epic) νεόδμητος 2 new built masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοδμήτοις — νεόδμητος 1 newly tamed masc/fem/neut dat pl νεόδμητος 2 new built masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοδμήτου — νεόδμητος 1 newly tamed masc/fem/neut gen sg νεόδμητος 2 new built masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοδμήτων — νεόδμητος 1 newly tamed masc/fem/neut gen pl νεόδμητος 2 new built masc/fem/neut gen pl νεοδμής newly tamed masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοδμήτῳ — νεόδμητος 1 newly tamed masc/fem/neut dat sg νεόδμητος 2 new built masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόδμητα — νεόδμητος 1 newly tamed neut nom/voc/acc pl νεόδμητος 2 new built neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόδμητοι — νεόδμητος 1 newly tamed masc/fem nom/voc pl νεόδμητος 2 new built masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek